ἠπιαλώδης

ἠπιαλώδης
ἠπιαλ-ώδης, ες, fieberartig, πυρετός, eine besondere Art Fieber

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηπιαλώδης — ἠπιαλώδης, ῶδες (Α) [ηπίαλος) φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ἠπιαλώδεες — ἠπιαλώδης like the masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”